Γιώργου Ιωάννου, +13-12-43 (ανάλυση)


Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο», εκδόσεις Διαγώνιος, 1964

Θεματικός πυρήνας:
Η ανακομιδή των λειψάνων ενός από τους νεκρούς (16χρονο τότε αγόρι) από τα αδέλφια του, 20 χρόνια μετά τη μαζική εκτέλεση στα Καλάβρυτα

Ενότητα δράσης
Η δράση κινείται γύρω από το κεντρικό γεγονός της ανακομιδής των οστών. Το γεγονός αυτό γίνεται πυρήνας γύρω από το οποίο ξετυλίγονται τα νήματα της ιστορίας και φωτίζονται τα σχετικά περιστατικά (με άμεσες, ελλειπτικές κυρίως αναφορές, ή με υπαινιγμούς)

Χώρος: Νεκροταφείο ► Καλάβρυτα Μεσσηνίας ► Ελλάδα
·      Νεκροταφείο:
Σταθερό σημείο αναφοράς ο χώρος, το νεκροταφείο των Καλαβρύτων, όπου διαδραματίζεται το διήγημα υπηρετώντας την ενότητα του χώρου. Εκεί τοποθετείται σε μία μέρα το παρόν της δράσης (ενότητα χρόνου/αφηγηματικός χρόνος, 1963), ενώ ζωντανεύει συνειρμικά το ιστορικό - παρελθοντικό γεγονός (1943). Εκεί προμηνύεται ως απειλή μέσα από την ατμόσφαιρα και τους υπαινιγμούς και το εφιαλτικό μέλλον, χειρότερο ίσως από το παρελθόν. Έστω και ελλειπτική, με ελάχιστες αναφορές, η περιγραφή του (βράχος, λειχήνες, μεγάλο δέντρο) υπαινίσσεται την προχειρότητα της ταφής τότε, αλλά και τη σημερινή κατάσταση του χώρου (ερήμωση, εγκατάλειψη). Μπορεί κανείς να φανταστεί πως ο συγκεκριμένος χώρος – χωρίς να αποβάλλει την ιδιαίτερη ιστορική του σημασία κι ενώ διατηρεί τη δική του δραματική υπόσταση – λειτουργεί ως μικρογραφία της Ελλάδας.

·      Καλάβρυτα Μεσσηνίας:
Τοπίο και μνημείο (λόφος, σταυρός) υπενθυμίζουν το ιστορικό γεγονός (μαζική σφαγή) δίνοντας το γενικότερο σκηνικό του δράματος, στο παρελθόν και το παρόν.

·      Ελλάδα:
Υποβάλλεται (α) το ιστορικό υπόβαθρο (Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος / Γερμανική Κατοχή) και (β) το πολιτικό/κοινωνικό σκηνικό της τελευταίας 20ετίας (μετεμφυλιακά χρόνια)

Χρόνος:
  1. Χρόνος αφήγησης / δράσης : παρόν (1963)
2.     Χρόνος ιστορικού γεγονότος: παρελθόν (1943)
  
Ενότητα χρόνου – σύνδεση  ιστορικού και αφηγηματικού χρόνου
Ο ιστορικός χρόνος του διηγήματος - η συγκεκριμένη μέρα της ανακομιδής - λειτουργεί σε σχέση με το παρελθόν (20 χρόνια μετά τη μαζική εκτέλεση). Ο αφηγηματικός χρόνος (όπως προαναφέρεται) διαρκεί μία μέρα (ενότητα χρόνου), μέσα στην οποία όμως ζωντανεύει η ιστορία 20 ολόκληρων χρόνων (εγκιβωτισμός).

Πρόσωπα:
  • Ο αφηγητής
  • Τα αδέλφια του νεκρού (ένας άντρας, μία γυναίκα)
  • Οι Έλληνες τουρίστες
·      Ο μεγάλος απών-παρών (το 16χρονο αγόρι)

Δομή του διηγήματος:
-       Πρόλογος:                               Άφιξη του αφηγητή στο χώρο
-       Α΄ πράξη - επεισόδιο:             Ανακομιδή των λειψάνων – α΄ τελετουργικό
-       Κομμός:                                  Μοιρολόι
-       Β΄ πράξη - επεισόδιο: Εισβολή των Ελλήνων τουριστών:
β΄ τελετουργικό - ολοκλήρωση της ανακομιδής - λύση
-       Έξοδος:                                   Αποχώρηση των προσώπων και του αφηγητή

Η όλη δράση θυμίζει τραγικό δρώμενο. Άφιξη του αφηγητή (πρόλογος). Δύο σκηνές - επεισόδια στον ίδιο χώρο (ενότητα χώρου), με ένα τελετουργικό στο καθένα. Στο πρώτο, τα αδέλφια του νεκρού, τραγικές φιγούρες της ιστορίας ζουν αθόρυβα το δικό τους δράμα, κινούμενοι υπό το βάρος των συναισθημάτων τους. Στο δεύτερο, το ανώνυμο πλήθος των Ελλήνων με τη συμπεριφορά του οδηγεί τα συναισθήματα του αναγνώστη στην κορύφωση και συμβάλλει στην αποκάλυψη της τραγικής αλήθειας: της εθνικής και της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας και του δράματος μεγάλου μέρους του λαού της.  Τα δύο επεισόδια δένονται με ένα «όμως», δηλωτικό της αλλαγής της ατμόσφαιρας και της εξέλιξης της δράσης. Ενδιάμεσα ένα μοιρολόι (κομμός). Ο τραγικός χορός δε βρίσκεται στη σκηνή να ψάλλει το στάσιμο. Το μοιρολόι υποβάλλει το αθέατο πλήθος του χορού, εκείνων που θρηνούν για την τραγική μοίρα των αδυνάτων, αλλά παρακολουθούν ανήμποροι (ή απαθείς) τις εξελίξεις, απόντες από τη δράση. Είναι ο κομμός του κάθε νεκρού ήρωα – θρήνος και συνάμα ύμνος στη θυσία. Και η λύση έρχεται με την ολοκλήρωση της ανακομιδής. Ακολουθεί η έξοδος - αποχώρηση των προσώπων και ο απολογισμός-απολογία του αφηγητή.

Ατμοσφαιρικός τόνος του διηγήματος:
Πρόλογος: Το δέος προκαλείται στον αναγνώστη από την αρχή 

·      Ο εξομολογητικός τόνος εισάγει κατευθείαν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα του δρώμενου και μεταδίδει τη συναισθηματική φόρτιση του αφηγητή:
-       Οι δηλώσεις της ψυχικής ταραχής του αφηγητή από την πρώτη στιγμή καθηλώνουν τον αναγνώστη και τον προετοιμάζουν για όσα θα ακολουθήσουν (Φτάνω στο σημείο να πω πως θα’ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνον τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως / ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά / η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί / μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο

·      Η ιερότητα του χώρου είναι κατάδηλη:
-       Αναφορές σε άλλα ‘τοπία’ νεκρών (η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών)
-       Λιτές αναφορές στο ιστορικό συμβάν (τόπος της ομαδικής εκτελέσεως)
-       Άμεση εξαγγελία του θέματος (γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια )

Α΄ πράξη: Υποβλητική – κατανυκτική ατμόσφαιρα: αποπνέει σεβασμό, συγκίνηση, δέος, ευλάβεια, έλεος
-       Η ιερότητα του σκηνικού (νεκροταφείο - χώρος μαρτυρίου, κερί, στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα, ευώδιαζε ο τόπος)
-       Η ιεροτελεστία (εκταφή, καθάρισμα των οστών, πλύσιμο με κόκκινο κρασί, ευλαβική τοποθέτηση, το θυμιατό, το αναμμένο κερί)
-       Η κίνηση – ακινησία των προσώπων (η γυναίκα σχεδόν γονατιστή, αράδιαζε ευλαβικά, ο αφηγητής σιγοκάθεται σε μια άκρη, σκύβει το κεφάλι, δεν τολμά να τους κοιτάξει, κοιτάζει το βραχάκι και τις λειχήνες)
-       Τα αισθήματα και οι σκέψεις του αφηγητή (νιώθει παρείσακτος, θέλει να γίνει ένα με το χώμα)
-       Ο σιωπηλός χώρος – η σιωπή των προσώπων (λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα, καταλάβαινα πως τα μάτια τους τρέχαν ο αδελφός μιλά βραχνά)
-       Το μοιρολόι που ψιθυρίζει ανεπαίσθητα ο αφηγητής (κομμός):
κορύφωση της συγκίνησης, του δέους, της ευλάβειας
Όμως: προετοιμασία για το αντίθετο κλίμα – ατμόσφαιρα

Β΄ πράξη: Βεβήλωση – προκαλεί την οργή του αναγνώστη
-       Οι «εισβολείς» δηλώνονται ως μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες, θυμίζουν τις ορδές των βαρβάρων που βεβηλώνουν τον ιερό περίβολο. Αποτελούν ένα ψηφιδωτό ατόμων διαφορετικών της μεταπολεμικής – μετεμφυλιακής Ελλάδας, με κοινή ιδιότητα αυτήν του τουρίστα.
-       Η συμπεριφορά τους αποκαλύπτει σταδιακά το ήθος τους.
  1. Δείχνουν σεμνότητα και εφαρμόζουν το τυπικό τελετουργικό όπως επιβάλλει η «πολιτισμένη» συμπεριφορά (γι’ αυτό φαίνονται μορφωμένοι): καταθέτουν στεφάνι καλοκαμωμένο, κρατούν ενός λεπτού σιγή, ακούνε το ιστορικό της εκτέλεσης από μια ψυχρή περιγραφή. Και νομίζουν πως έτσι έχουν επιτελέσει το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα. Είναι τυπικοί και ψυχροί, στην πραγματικότητα «δήθεν» πολιτισμένοι.
  2. Μετά το τέλος του τελετουργικού αποκαλύπτουν την πραγματική τους στάση: σκορπούν μιλώντας δυνατά, χαχανίζουν, αρχίζουν τις ερωτήσεις και γίνονται αδιάκριτοι απέναντι στους συγγενείς του νεκρού. Αισθάνονται ευτυχείς για τη συγκυρία της άφιξής τους με το επισυμβαίνον, τυχεροί που θα προσθέσουν στις συγκινήσεις της ζωής τους και στις προς διήγηση ατραξιόν της εκδρομής τη σκηνή της ανακομιδής. Δεν αντέχουν όμως να αντικρίσουν την αλήθεια - η θέα του κρανίου τους ενοχλεί - γι’ αυτό αρχίζουν να απομακρύνονται, για να επιστρέψουν στη δική τους πραγματικότητα. Μέσα από τη στάση τους διαγράφεται η ετερογένεια της ομάδας και ο βαθμός της αλλοτρίωσης και του πολιτικού αμοραλισμού του καθενός: Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν. Άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό. Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Στοιχεία αγιοποίησης του δεκαεξάχρονου αγοριού
-       Το νεαρό της ηλικίας του – η αθωότητα
-       Ο τρόπος μαρτυρίου (μαζική σφαγή αθώων ανθρώπων)
-       Η σφαίρα στο μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια (χαριστική βολή) αφήνει να νοηθεί ότι εκείνη την ώρα ο ήρωας μπορεί να κοιτούσε τον εκτελεστή του στα μάτια: αθωότητα - ψυχική δύναμη - μαρτύριο.

Αφηγηματική τεχνική: Μονοεστιακή αφήγηση.
Ένας αφηγητής-παρατηρητής των δρώμενων ως πρόσωπο παρών στο συμβάν, που δε λαμβάνει μέρος στα διαδραματιζόμενα. Καταγράφει με εξωτερική εστίαση τα συμβάντα, ενώ η εσωτερική εστίαση περιορίζεται στην εσωτερική δράση του ήρωα-αφηγητή.

Αφηγηματικοί άξονες
Η όλη αφήγηση κινείται πάνω στις αντιθέσεις, αντιπαραβάλλοντας τα δύο επίπεδα, αυτό του «φαίνεσθαι» και αυτό του «είναι». Από τη μια η βιτρίνα μιας Ελλάδας που προοδεύει (τουρισμός), από την άλλη η πραγματικότητα που έχουν δημιουργήσει οι πολιτικές συνθήκες των μετεμφυλιακών χρόνων και το προφίλ της προ-δικτατορικής περιόδου. Ανάμεσά τους, λειτουργεί το «άγραφο κείμενο», το βλέμμα, η άποψη, ο υπαινιγμός, το σχόλιο του συγγραφέα, καλώντας τον αναγνώστη να βρει την αλήθεια μέσα από όσα λέγονται, όσα αφήνονται να νοηθούν ή όσα με την απουσία τους μιλούν. Ανάμεσα στα δρώντα πρόσωπα ζωντανεύει ο απών-παρών (ο δεκαεξάχρονος ήρωας)· ανάμεσα στις σκηνές του παρόντος ζωντανεύει η φρίκη του παρελθόντος, αλλά και αιωρείται η απειλή του μέλλοντος. Ο αφηγητής - συγγραφέας βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στους δύο κόσμους, πάσχει από το αίσθημα του μη ανήκειν. Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις αδυναμίες και τη συνείδησή του, στην επίγνωση ότι δεν έπραξε και δεν πράττει από τη μια και τη γνώση του τι έπρεπε και τι πρέπει να πράξει από την άλλη, πάσχει, προειδοποιεί για το μέλλον, καταθέτοντας – ως πνευματικός άνθρωπος – τη μαρτυρία και το βλέμμα του πάνω στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. 

Η θέση και η στάση του αφηγητή
Σε όλη τη διάρκεια του δρώμενου παρακολουθούμε τον αφηγητή αφενός να καταγράφει την εξωτερική δράση, και αφετέρου να εξομολογείται όσα διαδραματίζονται μέσα του (σκέψεις, συναισθήματα). Από την αρχή του διηγήματος καταγράφεται η επίδραση των γεγονότων στον ψυχικό κόσμο του ήρωα-αφηγητή: Κλονίζεται σε υπέρμετρο βαθμό (φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ’ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως), ταράζεται ψυχικά (ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά), συγκλονίζεται και πάσχει (η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο).
Πλησιάζοντας στη σκηνή της ανακομιδής, αισθάνεται παρείσακτος και ενοχλητικός μόνο με την παρουσία του (πολύ ήταν και μου με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα), όσο διακριτικά κι αν συμπεριφέρεται (όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μια άκρη / έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω, είχα γίνει πια ένα με το χώμα). Όταν ‘ζωντανεύει’ συνειρμικά η σκηνή της εκτέλεσης (μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω από το μέτωπο), αισθάνεται δέος απέναντι στο νεκρό (έπρεπε να προσκυνήσω), ενώ ταυτόχρονα ντρέπεται για τη δική του δειλία (είμαι τόσο ανάξιος). Στη συνέχεια προσπαθεί να μπει στην ψυχή του ήρωα την ώρα της εκτέλεσης παρατηρώντας τη φύση και προσπαθώντας να ζωντανέψει το βλέμμα του. Η προσπάθειά του να «ζήσει» τα συναισθήματα του ήρωα, τον φέρνει αντιμέτωπο με τη δική του δειλία (όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους). Αναζητώντας πώς να «ταυτιστεί» με το δεκαεξάχρονο αγόρι (ήταν της ηλικίας μου), εξομολογείται τις αδυναμίες του (δεν είναι δυνατόν να διαφέρω τόσο πολύ απ’ τους άλλους) και αισθάνεται βαρύτατη ενοχή, γιατί αυτός είναι ζωντανός (αυτή η διαφορά είναι που με καίει). Τέλος, θρηνεί αθόρυβα το νεκρό λες κι είναι δικός του άνθρωπος (μοιρολόι) «δανείζοντας» για λίγο τη ζωή του στο δεκαεξάχρονο αγόρι.
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο αφηγητής συμπάσχει με τους συγγενείς του νεκρού αγοριού. Όταν εμφανίζεται το πλήθος των Ελλήνων τουριστών, φαίνεται ξεκάθαρα ότι κατακρίνει τη στάση τους και ότι τοποθετείται με το μέρος των συγγενών του νεκρού (τριγύρω μας / σαν να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω). Θέλει να αντιδράσει απέναντι στην προδοτική φωνή (μου’ ρθε να πέσω πάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια), όμως δεν αντιδρά, εγκλωβισμένος στη μέχρι τώρα στάση ζωής του, αυτήν του παρατηρητή. Θέλει να ακολουθήσει τα δύο αδέλφια, γιατί ιδεολογικά ανήκει στο δικό τους κόσμο, γι’ αυτό και υποφέρει, όταν αυτοί δεν τον παίρνουν μαζί τους (με πήρε το παράπονο), όπως θα ήθελε. Οργίζεται με τον εαυτό του, γιατί αντιλαμβάνεται ότι οι πράξεις του τον κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία με το πλήθος. Στο τέλος του διηγήματος, απογοητευμένος από τον εαυτό του, απελπισμένος εξαιτίας των επιλογών που έχει κάνει στη ζωή του, και αηδιασμένος από όσα προηγήθηκαν, καταλήγει στο πιο λαϊκό καφενείο, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον κόσμο των Ελλήνων τουριστών.

Υπαινιγμοί
·      Το ίδιο το γεγονός της ανακομιδής των οστών το 1963
-       Το γεγονός ότι η ανακομιδή των οστών από τα αδέλφια του νεκρού γίνεται με καθυστέρηση 20 χρόνων, σε συνδυασμό με τα έντονα συναισθήματα που βιώνουν, αφήνει μετέωρα ερωτήματα για τα αίτια της απουσίας των συγγενών εδώ και τόσα χρόνια. Σίγουρα η απάντηση δε βρίσκεται στην αδιαφορία τους για το νεκρό αδελφό τους.
-       Το γεγονός ότι εδώ και 20 χρόνια, κανένας δεν έχει φροντίσει για τους νεκρούς μετά την πρόχειρη ταφή που έκαναν τότε οι γυναίκες του χωριού, (Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του) γεννά ερωτήματα για τη στάση του κράτους απέναντι στους νεκρούς της ναζιστικής θηριωδίας. (Είναι γνωστό ότι η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος το 1981).
-       Η απουσία ενός ιερέα από την τελετή της ανακομιδής, προκαλεί υποψίες για τη στάση της εκκλησίας απέναντι στους ήρωες της αντίστασης στα μετεμφυλιακά χρόνια.
-       Η παραγνώριση της μαρτυρικής θυσίας των Καλαβρυτινών εκ μέρους της πολιτείας, δηλώνεται από τον αφηγητή ξεκάθαρα: ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο.
·      σα μαθημένοι από κάτι τέτοια
Τα αδέλφια του νεκρού όχι μόνο δεν αντιδρούν απέναντι στην προδοτική φωνή, αλλά σκύβουν το κεφάλι, γιατί προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που έχουν ακούσει τέτοια λόγια. Λόγια που προσβάλλουν τη μνήμη του νεκρού αδελφού τους, την ίδια την ιστορία, αλλά και τα δικά τους ιδανικά. Λόγια, όμως, που επιτρέπεται να λέγονται σε ένα κράτος που – 20 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου – όχι μόνο δεν έχει τιμήσει τους νεκρούς της αντίστασης, αλλά διώκει ακόμη τους νικημένους του Εμφυλίου. Οι οδυνηρές συνέπειες του εμφύλιου για τη χαμένη παράταξη, ο εκφοβισμός, η φίμωση, είναι εμφανείς. Η φράση αυτή «απαντά» στο ερώτημα της εικοσάχρονης απουσίας των συγγενών του νεκρού. (εξορία εντός ή εκτός της Ελλάδας)
·      Το κασόνι της αμερικάνικης βοήθειας
Αφήνεται να νοηθεί η εμπλοκή της Αμερικής στα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της Ελλάδας στα μετεμφυλιακά χρόνια, με όλες τις συνέπειες στη ζωή των Ελλήνων.
·      Από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες / η βρώμικη εφημερίδα
Ο τύπος, αυτή την τόσο κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην αποστολή του. Η κομματικοποίηση των εφημερίδων τις οδηγεί σε ένα «βρώμικο» ρόλο. Με τη θεματολογία και τον ιδεολογικό περιεχόμενό τους:
-       παραχαράσσουν την ιστορία, παραποιούν τα γεγονότα, αποκρύβουν την αλήθεια, παρουσιάζουν παραπλανητικά στοιχεία για τα πολιτικά δρώμενα, υποβάλλουν έντεχνα και άρα επιβάλλουν μια άλλη ιστορική και πολιτική αλήθεια
-       διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική αντίληψη, όπως τη θέλει το επίσημο κράτος και άρα καθορίζουν μια παθητική στάση ζωής σε σχέση με τα πολιτικά δρώμενα
-       συντηρούν το κλίμα του εθνικού διχασμού
-       αποπροσανατολίζουν το λαό και τον οδηγούν στην αλλοτρίωση ασχολούμενος με «ανώδυνα» θέματα
·      Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους
Η παρουσία του ένστολου, του «οργάνου της τάξης» υποδηλώνει την παρακολούθηση των πολιτών, το χαφιεδισμό, την επιβολή της τάξης μέσω του εκφοβισμού και τη συνακόλουθη συμπεριφορά των Ελλήνων.
·      Κανένας δεν αντιμίλησε
Οι Έλληνες δεν αντιδρούν και αποδέχονται παθητικά την «επίσημη αλήθεια», τη μία αλήθεια που υιοθετεί η κυρίαρχη εξουσία, ακόμη κι αν αυτή αντιτίθεται στην εθνική τους συνείδηση. Σιωπούν λες και δεν τους αφορά. Ο πολιτικός αμοραλισμός των Ελλήνων, ο φόβος ή και η απάθειά τους απέναντι στις δυνάμεις της εξουσίας, η αδιαφορία και η αποχή τους από το πολιτικό σκηνικό, η άμβλυνση της εθνικής τους συνείδησης, θα επιτρέψουν την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας τρία χρόνια μετά.

Ο πολιτικός αμοραλισμός των Ελλήνων
Οι Έλληνες έχουν ξεχάσει, ή ηθελημένα αγνοούν, ή θυμούνται επιλεκτικά και επιφανειακά· πάντως εφησυχάζουν τη συνείδησή τους με ανώδυνες πατριωτικές πράξεις και παράλληλα λειτουργούν σα μια ανώνυμη μάζα που αποδέχεται παθητικά την όποια παραχάραξη της ιστορίας, την όποια στάση ή ιδεολογία προβάλλεται από την κυρίαρχη εξουσία του κράτους.

Η αλλαγή στη γλώσσα της αφήγησης
Αν παρατηρήσουμε τη γλώσσα του διηγήματος, βλέπουμε ότι στην τελευταία παράγραφο διαφοροποιείται (φτωχαίνει, εκχυδαϊζεται) ως σημάδι της εσωτερικής κατάπτωσης του αφηγητή. Πηγαίνοντας στο πιο λαϊκό καφενείο, ο αφηγητής χρησιμοποιεί φράσεις που δε δένουν με το γλωσσικό επίπεδο του διηγήματος, όπως «έμεινα ξωπίσω» και «έχω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους». Το «πούλμαν», σημάδι της αμερικανοποίησης, δηλώνει την πολιτισμική αλλοτρίωση των Ελλήνων.

Ο ρόλος της φύσης
Μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας η φύση. Αυτή κουβαλά τη μνήμη των γεγονότων, όπως πραγματικά έγιναν. Το χώμα έχει ποτιστεί με το αίμα των ηρώων και τα δάκρυα των γυναικών, έχει αγκαλιάσει τα αθώα σώματα των νεκρών· βράχια και δέντρα έχουν αντικρίσει το βλέμμα των μελλοθανάτων· γη και αέρας έχουν κρατήσει τους ήχους της σφαγής και το θρήνο. Η φύση λοιπόν έχει συλλάβει τους κραδασμούς των γεγονότων, έχει αισθανθεί το δράμα των ανθρώπων και αποτυπώσει μέσα της την ιστορική αλήθεια. Διατηρεί τους ήχους, τις εικόνες, τις σκηνές του παρελθόντος και τις θυμίζει σ’ αυτούς που θέλουν να τις θυμούνται. Αυτή «φέρει» το παρελθόν και άρα μπορεί να το ζωντανέψει στο παρόν, μπορεί να συνδέσει τους νεκρούς ήρωες της ιστορίας με τους ζώντες (το βλέμμα πάνω στο βραχάκι και τις λειχήνες, το δέντρο).

Το μοιρολόι
Ανάμεσα στα δύο επεισόδια, ανάμεσα στη νεκρική σιωπή και το βέβηλο θόρυβο των ζωντανών, «ακούγεται» το μοιρολόι. Το έχει προκαλέσει η νεκρική ατμόσφαιρα, το τελετουργικό της ανακομιδής, που ανασκαλεύει τις μνήμες της ταφής. Κανένας δεν έχει επίσημα και φανερά θρηνήσει ως τώρα τους νεκρούς, δεν έχει υμνήσει τη θυσία τους. Είναι καιρός να τιμηθούν οι ήρωες όπως τους αρμόζει. Το ρόλο αναλαμβάνει ο αφηγητής με το αντρίκιο μοιρολόι. Ο θρήνος συνταιριάζει με τον ύμνο. Δεν πρόκειται για ένα θλιβερό τραγούδι της ταφής, αλλά για ύμνο στη θυσία. Το περιεχόμενό του παραπέμπει στη λεβεντιά, την αντριωσύνη, την ψυχική δύναμη των μελλοθανάτων. Ο αφηγητής «δανείζει» για λίγο τη ζωή του στο νεκρό. Έτσι, μέσα από την εσωτερική φωνή του αφηγητή, ακούγεται ο ίδιος ο νεκρός ήρωας, λες και το τραγουδά στον εαυτό του, να αντλήσει θάρρος καθώς οδεύει προς το θάνατο.

Στόχος του διηγήματος
Το διήγημα γράφεται 20 χρόνια μετά τη μαζική εκτέλεση των Ελλήνων από τους Γερμανούς στα Καλάβρυτα. Η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από το γεγονός της ανακομιδής των οστών ενός από τα θύματα του ναζισμού, ενός δεκαεξάχρονου αγοριού, 20 χρόνια μετά την εκτέλεση. Προφανώς, στόχος του Ιωάννου δεν είναι να ξυπνήσει το μίσος του αναγνώστη απέναντι στους Γερμανούς· αλλά να «μιλήσει» για τα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας την τελευταία εικοσαετία, να «ενοχλήσει» τις συνειδήσεις των Ελλήνων για τον πολιτικό τους αμοραλισμό και να προειδοποιήσει για τα χειρότερα που προβλέπει. Πράγματι, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση της συλλογής «Για ένα φιλότιμο» (στην οποία ανήκει και το συγκεκριμένο διήγημα, 1964) θα ακολουθήσουν τα Ιουλιανά (1965) και τρία χρόνια μετά, θα επιβληθεί στην Ελλάδα στρατιωτικό καθεστώς (δικτατορία, 1967-74).

Ανάλυση διηγήματος: Βαλεντίνα Δημητριάδου Σαλτέ, Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες