Οδυσσέα Ελύτη, Άξιον Εστί, Τα Πάθη, Ψαλμός Β

Στον Ψαλμό Β ο Ελύτης, με περηφάνεια, αγάπη και συναίσθηση του χρέους, δηλώνει την ελληνική του ιθαγένεια και την ιθαγένεια της ελληνικής γλώσσας, μαζί και την ακλόνητη πίστη του στο αδιαίρετο και αδιάσπαστο χαρακτήρα της που διαφαίνεται μέσα από τη διαχρονική εξελικτική της πορεία. Μια γλώσσα με μακραίωνη ιστορία – προφορική και γραπτή – που «ξεκινά ποιητικά από τον Όμηρο και χαρίζει τη μουσική των λέξεων σαν φωνές θαλάσσιων πλασμάτων που ριζώνουν στην ψυχή του ως πρώτη ποιητική ύλη ανεπεξέργαστη». Μια γλώσσα συνεχής και αδιάσπαστη, που στην εξελικτική της πορεία πέρασε από τρεις φάσεις (συνδεδεμένες, βεβαίως, με την ιστορία των Ελλήνων) - την αρχαία, τη βυζαντινή και τη νεότερη – και στην οποία αποδόθηκαν τα κορυφαία έργα του ελληνικού πνεύματος: τα ομηρικά έπη, η βυζαντινή υμνογραφία, ο Ύμνος εις την Ελευθερία, λειτουργούν ως σηματοδότες ολόκληρης της πνευματικής κληρονομιάς του Ελληνισμού στη διαχρονική παρουσία του στον κόσμο και χαρακτηρίζουν το καθένα μια ολόκληρη εποχή μαζί και μια μορφή της ελληνικής γλώσσας.
Πρωταρχική φροντίδα του ποιητή είναι αυτή η κληρονομιά, η κληρονομιά της γλώσσας, της ποίησης, του πνεύματος. Γι’ αυτό και ο Ελύτης προβάλλει με αγάπη και περηφάνεια την αισθητική και ιστορική αγωγή που δέχτηκε ως Έλληνας στον ελληνικό τόπο, εξερευνά το χωροχρόνο της πνευματικής του γεωγραφίας, έχοντας ως σηματοδότες κι οδηγούς την ομηρική ποίηση, την εκκλησιαστική ποίηση και το λαϊκό / δημοτικό τραγούδι με τον αισθητικό του εξαγνισμό, το οποίο μάλιστα επέδρασε στη διαμόρφωση της ποιητικής του Δ. Σολωμού. Δεύτερη φροντίδα του είναι η άσκηση στη βυζαντινή μελική παράδοση. Το μέλος (η μελωδία) των βυζαντινών ύμνων απλώνεται στον ελληνικό χώρο και σμίγει στην συνείδησή του με τους φυσικούς ήχους που δημιουργούνται εκεί και διαμορφώνουν την αισθητική του για το ηχόχρωμα του λόγου. Ο ποιητής εξυμνεί την αντίσταση του γένους και το Πάσχα των Ελλήνων μέσω της Ορθοδοξίας. Τρίτη φροντίδα του ποιητή είναι η αγάπη της ελευθερίας. Έχοντας βαθιά στη συνείδησή του ότι το αγωνιστικό και ελεύθερο ήθος των Ελλήνων έχει αποτυπωθεί στα μεγάλα έργα του πνεύματος (από τα ομηρικά έπη ως τον Ύμνο εις την Ελευθερία) και ότι τα έργα αυτά λειτούργησαν εμψυχωτικά στην ιστορική πορεία του έθνους και στους αγώνες του για την κατάκτηση της ελευθερίας, καταθέτει το δικό του χρέος και ευθύνη: το χρέος του ποιητή για διατήρηση της γλώσσας συνεπάγεται και περιλαμβάνει το χρέος του ως πνευματικού ανθρώπου για προσήλωση στο ύψιστο αγαθό της ελευθερίας με τα μέσα που η γλώσσα του παρέχει: την ποιητική έκφραση. Γιατί η ποιητική έκφραση έχει τη δύναμη να ενεργοποιήσει τις εσωτερικές δυνάμεις των Ελλήνων. Η γλώσσα ως φορέας ιστορίας και παράδοσης, ως μέσο αφύπνισης της εθνικής και της ιστορικής τους συνείδησης, στην ποιητική της μορφή μπορεί να κινητοποιήσει τις δυνάμεις των Ελλήνων και να λειτουργήσει ως εφαλτήριο του αγώνα τους για ελευθερία. Κι αυτό εξηγεί τη σημαντική θέση του Ψαλμού Β΄, του ύμνου αυτού προς την ελληνική γλώσσα σε μια ποιητική σύνθεση (στο Άξιον Εστί, και πιο συγκεκριμένα στα Πάθη) με ιστορικό υπόβαθρο το έπος των Ελλήνων κατά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο, τα πάθη και τον αγώνα τους για κατάκτηση της πολυπόθητης και δυσεπίτευκτης ελευθερίας, σ’ έναν κόσμο όπου έχει κυριαρχήσει ο σκοταδισμός και η βία των άτεγκτων κατακτητών.

Μέσα από μια λυρική εξομολόγηση και μια έκφραση του ατομικού εγώ, η πορεία του ποιητή ταυτίζεται με την πορεία του έθνους. Επισημαίνονται τα στοιχεία που καθορίζουν την ιθαγένεια του ποιητή, δηλαδή την ελληνικότητά του, τα οποία εντοπίζονται μέσα από την προσήλωσή του στο συνδυασμό ελευθερίας και γλώσσας, και διαμορφώνονται μέσα στην ελληνική φύση και την πνευματική παράδοση με πνευματικούς οδηγούς τον Όμηρο, τους Βυζαντινούς υμνογράφους και το Δ. Σολωμό.

 
Ποιοι παράγοντες διαμόρφωσαν την ελληνική γλώσσα, όπως διαφαίνονται μέσα στον Ψαλμό Β΄;
  • η πνευματική παράδοση των Ελλήνων, η πνευματική τους κληρονομιά, η οποία ξεκινά από τον Όμηρο και φτάνει ως το Διονύσιο Σολωμό
  • ο γεωγραφικός χώρος της Ελλάδας (το «εκεί») που απλώνεται σε στεριά και θάλασσα ως «τις αμμουδιές του Ομήρου»
  • η ελληνική φύση (το θαλασσινό, αέρινο και στεριανό τοπίο, οι μελωδικοί ήχοι και όλα όσα ενεργοποιούν τις αισθήσεις και προκαλούν τη γλώσσα να δημιουργήσει και να γίνει σαν «λόγια των Σειρήνων»)

Ποιος είναι ο θεμέλιος στίχος του Ψαλμού και τι υπηρετεί με την επανάληψή του;

Η επανάληψη του στίχου «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» εξυπηρετεί τόσο την έμφαση στην κεντρική ιδέα του ποιήματος, όσο και το χωρισμό σε ενότητες. Επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, σαν επωδός, με διαφορετική κάθε φορά κατάληξη, συνδέει μεταξύ τους και εισάγει τις τέσσερις καθοριστικές περιόδους της ζωής του ποιητή και του έθνους, οι οποίες διαμόρφωσαν την ελληνική φυσιογνωμία καθώς και την ποιητική του Ελύτη:

α) Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

(δηλώνεται η αρχαία κληρονομιά μαζί με την αρχαία ελληνική γλώσσα)

β) Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη

(δηλώνονται η παιδική και η εφηβική ηλικία, το ποιητικό ξύπνημα και ο γεωγραφικός χώρος του Έλληνα στη διαχρονική του πορεία / ο στίχος αυτός δε συνδέεται με την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας)

γ) Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι

(δηλώνεται η βυζαντινή πνευματική κληρονομιά μαζί με τη βυζαντινή γλώσσα)

δ) Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα λόγια του Ύμνου

(δηλώνεται ο αγώνας για ελευθερία και η νεοελληνική παράδοση, μαζί και η είσοδος στη νεότερη περίοδο της γλώσσας, δηλαδή η νεοελληνική γλώσσα)
 
Άρα, οι τρεις στίχοι (α, γ, δ) δηλώνουν τις τρεις φάσεις της εξελικτικής πορείας της ελληνικής γλώσσας (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη), ενώ ο ένας (γ) δεν αφορά αυτήν καθ’εαυτήν τη γλώσσα, αλλά τη σχέση του ποιητή με τη γλώσσα.

Ποια είναι η σχέση του ελληνικού τοπίου, του εκεί, με τη γλώσσα και την ποιητική του Ελύτη;

 
Το ελληνικό τοπίο είναι το υπέδαφος στο οποίο αναπτύσσεται η αισθητική του ποιητή, η θεωρία του για τη γλώσσα, η ποιητική του φυσιογνωμία. Με τη μοναδική ομορφιά και τη μαγεία του, το ελληνικό τοπίο λειτουργεί ως χώρος συνεκτικός, συνδετικός για την ελληνική ιστορία και παράδοση, καθώς και ως χώρος που έχει τη δύναμη να εμπνέει και να ενισχύει τη γλώσσα και τον πολιτισμό. Η γλώσσα αντιλεί την ομορφιά της από το ελληνικό τοπίο, διαμορφώνεται και εμπλουτίζεται από την ύπαρξη και υπό την επίδρασή του. Παράλληλα, ο πλούτος των οπτικών, ηχητικών και οσφρητικών εικόνων λειτουργεί ως ποιητικό ερέθισμα, έτσι ο ποιητής εμπνέεται και αντλεί από εκεί τα γλωσσικά και τα ποιητικά του εφόδια. Είναι λοιπόν το ελληνικό τοπίο ο χώρος της αισθητικής αγωγής όλων των Ελλήνων, περιλαμβανομένου και του ποιητή. Γι’ αυτό και το εκεί είναι ο γενεσιουργός χώρος του ποιητή, ο χώρος της πνευματικής του γεωγραφίας, είναι η μήτρα όπου αναπτύσσεται η πνευματική παράδοση των Ελλήνων και η ποιητική φυσιογνωμία του Ελύτη.

Ερμηνευτική προσέγγιση:


στ. 1 Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
Με έμφαση και περηφάνια, ο ποιητής δηλώνει την ελληνική του ιθαγένεια μέσα από τη μητρική του γλώσσα. Η δήλωση αυτή υπογραμμίζει την αξία και τη σημασία της γλώσσας του (την αναγράφει με κεφαλαία γράμματα).

στ. 2 Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου

Η πατρίδα είναι φτωχή – σε αντίθεση με την πλούσια γλώσσα – ξεχωρίζει όμως χάρη στην ομορφιά και τη μαγεία του μεσογειακού της τοπίου. Από την άλλη ο στίχος εκφράζει την πίστη του στην αδιαίρετη ελληνική γλώσσα, που ξεκινάει από τον Όμηρο, για να φτάσει ως τις μέρες μας. Υπαινίσσεται το μεγάλο ελληνικό κόσμο μέσα από την καταγωγή του Ομήρου, ενώ ταυτόχρονα τον τιμά ως δάσκαλο όλων των ποιητών. Τέλος εξαίρει τη στενή σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα, που αφενός αντικατοπρίζει την ανήσυχη και απύθμενη ψυχή τους και αφετέρου τους επέτρεψε να ανοίξουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες ταξιδεύοντας και ανακαλύπτοντας τον κόσμο.

στ. 3 Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου

Με μια άλλη διατύπωση του σολωμικού στίχου «Μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», δηλώνεται η αδιάκοπη και επώδυνη προσπάθεια του ποιητή να κατακτήσει την πλούσια και με μακραίωνη ιστορία γλώσσα, αλλά και η συναίσθηση της ευθύνης που έχει ως λογοτέχνης να διατηρήσει και να εμπλουτίσει τη γλωσσική παράδοση. Μια παράδοση που ξεκινά από τον Όμηρο και τον αρχαίο κόσμο, αφού στα έργα του αφενός αποτυπώθηκε ο πρώτος ελληνικός κόσμος (ο μηκυναϊκός), και αφετέρου συγκεντρώθηκε ο γλωσσικός πλούτος των Ελλήνων μέχρι και την εποχή του. Τα ομηρικά έπη αποτέλεσαν τις πρώτες συστηματικές αφηγήσεις σε ολοκληρωμένη ποιητική σύνθεση της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και παράλληλα λειτούργησαν ως πρωτογενές υλικό και πηγή για τη δημιουργία πλήθους έργων της ελληνικής και παγκόσμιας πνευματικής καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Με την αναφορά στον Όμηρο συνειρμικά ανοίγεται μπροστά μας ένας ολόκληρος πνευματικός κόσμος που έθεσε τα θεμέλια ενός πολιτισμού διαχρονικού, μέσα από τα έργα του λόγου και της τέχνης: την ποίηση, την ιστοριογραφία, το δράμα, τη φιλοσοφία. Τιμή και χρέος, λοιπόν, για τον Ελύτη, ως κληρονόμος μιας τόσο σπουδαίας γλώσσας και πνευματικής παράδοσης, να συμβάλει κι αυτός με την τέχνη του λόγου στη συνέχειά της. Τα υλικά του θα τα αντλήσει εκεί, εκεί που συναντώνται τόπος, άνθρωποι, ιστορία και παράδοση: στο ελληνικό τοπίο, στην Ελλάδα.

στ. 3-11: Εκεί σπάροι και πέρκες... με τα πρώτα μαύρα ρίγη

Το εκεί εισάγει τις τρεις ενότητες που ακολουθούν. Προσδιορίζει τοπικά και χρονικά τις τρεις κυριότερες φάσεις της πορείας της γλώσσας, αλλά και των παραγόντων που επηρέασαν και διαμόρφωσαν τον ποιητή. Σύμφωνα με τον Τ. Λιγνάδη «ο Ελύτης ζωγραφίζει το τοπίο της πνευματικής του γεωγραφίας». Συσσώρευση λέξεων που σχετίζονται με το νερό και τη θάλασσα, ηχούν με τις παρηχήσεις σαν μουσικές φωνές, ρέουν από τον Όμηρο ως σήμερα προκαλώντας ηχητικές και νοηματικές τρικυμίες και ανέμους θαλασσινούς. Στους στίχους ακούγονται τα βιώματα του ποιητή και οι εμπειρίες του από το θαλασσινό κόσμο της νησιώτικης Ελλάδας όπου γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια, εκείνα που προκάλεσαν τα «πρώτα μαύρα ρίγη». Είναι οι πρώτοι παιδικοί φόβοι, το ανατρίχιασμα και η δυσκολία του παιδιού να κατακτήσει τη γλώσσα, αλλά και ταυτόχρονα το δέος που προκαλεί η μαγεία της γλώσσας στο παιδί που αγωνίζεται να τη δαμάσει. Η έλξη που αισθάνεται προς αυτήν, αφού ηχεί στ’ αυτιά του σαν «λόγια των Σειρήνων». Σύμφωνα με άλλες ερμηνείες «τα πρώτα μαύρα ρίγη» είναι «το ερωτικό τραύλισμα του εφήβου, οι σπασμένοι ερωτικοί φθόγγοι του καθώς πρωτογνωρίζει τον έρωτα». Γιατί μέσα από τα μάτια του έρωτα ο έφηβος ανακαλύπτει και πάλι τον κόσμο, ενώ οι λέξεις ηχούν πρωτόγνωρα στη συνείδησή του, αποκτούν νέες νοηματικές αποχρώσεις και βάθος. Τέλος, ρίγος και δέος προκαλεί η ποιητική ανακάλυψη της γλώσσας από τον ποιητή Ελύτη, η ενσυναίσθησή της, η συνείδηση της δύναμης και του πλούτου της, του χρονικού/ιστορικού και ουσιαστικού/νοηματικού πλάτους και βάθους της, όταν οι λέξεις μεταμορφώνονται και μετουσιώνονται ποιητικά για να αποδώσουν τον κόσμο ως μιαν άλλη αισθητή πραγματικότητα.

στ. 12-20: Εκεί ρόδια, κυδώνια... με τα πρώτα-πρώτα Δόξα σοι

Ασύνδετες εντυπώσεις και εμπειρίες από την παιδική ηλικία του ποιητή στην Κρήτη με κοινό υπόβαθρο το εκεί. Τα γεωργικά της προϊόντα, το φυσικό τοπίο με τις ευωδιές του, οι μύθοι και το οικογενειακό περιβάλλον με την επίδραση που ασκεί στο άτομο. Οι θεοί ταυτίζονται με τους θείους και τους εξάδελφους, το μυθολογικό παρελθόν σμίγει με το παρόν, οι εικόνες των αγγείων είναι ταυτόχρονα και ζωντανές εικόνες του παρόντος. Ο ελληνικός λαός διατηρεί την οικειότητα με την αρχαία ελληνική θρησκεία και τον ανθρωπομορφισμό της, το ανθρωποκεντρικό στοιχείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Εικόνες οπτικές, ηχητικές (ηχοποιημένες λέξεις, παρηχήσεις), αλλά και οσφρητικές, παρμένες μέσα από την ελληνική ύπαιθρο, από την αρχαιότητα ως σήμερα, αποδεικνύουν την αδιάσπαστη ενότητα του ελληνικού τοπίου.
Τα κελαηδήματα, τα πρώτα ακούσματα του Ελληνόπουλου σμίγουν με τις βυζαντινές μελωδίες και τους Ύμνους. Από τη βυζαντινή υμνογραφία θα αντλήσει ο ποιητής μελικό και γλωσσικό υλικό. Εξάλλου η σχέση του «Αξιον εστί» με τη βυζαντινή παράδοση (γλωσσική, μελική, ποιητική) είναι προφανής.

στ. 21-29: Εκεί δάφνες και βάγια... με τα πρώτα λόγια του Ύμνου

Το τρίτο εκεί ανοίγει την τρίτη φάση της παράδοσης και της γλωσσικής δημιουργίας. Η μαχόμενη ζωντανή Ορθοδοξία συναντιέται εκεί με το κορυφαίο γεγονός του χριστιανισμού, την Ανάσταση, συνδέεται με την ανεξαρτησία του Γένους το 1821. Το υλικό αυτής της ενότητας απηχεί μνήμες από κλέφτικα τραγούδια και ελληνικά λαμπριάτικα έθιμα. Από τις δάφνες του αρχαίου ελληνικού κόσμου ο Ελύτης μας μεταφέρει στις δάφνες του βυζαντινού κόσμου και την Ορθοδοξία. Την Ανάσταση οι εκκλησίες στρώνονται με φύλλα δάφνης, τα βάγια υψώνονται την Κυριακή των Βαϊων, ενώ η εκκλησία ευλόγησε τα ντουφέκια της ελληνικής επανάστασης. (βλ. στροφές 88-96 από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Σολωμού). Η Ανάσταση γιορτάζεται θριαμβευτικά μέσα στη φύση, μέσα σε μυρωδιές και με τσουγκρίσματα. Η ελληνική επανάσταση χαρακτηρίστηκε ως «Πάσχα των Ελλήνων» και η ελευθερία ταυτίστηκε στη συνείδηση τους με την Ανάσταση του Χριστού. Ταυτόχρονα, οι ντουφεκιές (σμπάρα) που ρίχνονται χαρμόσυνα στον αέρα συνδέουν τον αγώνα του ’21 με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στον οποίο αναφέρεται η ποιητική σύνθεση. Τέλος, με την αναφορά στον Ύμνο εις την Ελευθερία υποδηλώνεται η εθνική και αισθητική αγωγή των Ελλήνων, και ειδικότερα του ποιητή: η μαθητεία τους στο αίσθημα της ελευθερίας μέσα από τη σολωμική ποίηση και τη γενικότερη πνευματική παράδοση της νεοελληνικής περιόδου.

Συμπερασματικά:

Ο Ψαλμός συνοψίζει τη διαχρονική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας – αρχαία, βυζαντινή, νεοελληνική – μέσα από τρία ορόσημα της πνευματικής δημιουργίας, που αποτελούν το αποκορύφωμα του ποιητικού φαινομένου: Όμηρος, Ρωμανός ο Μελωδός, Διονύσιος Σολωμός. Η πνευματική αυτή κληρονομιά αποτελεί και «το υπέδαφος του ποιητή, την ακριβή παρακαταθήκη από όπου αντλεί [και διαμορφώνει] τη συνισταμένη της αισθητικής και της θεωρίας του για τη γλώσσα που αναδύονται μέσα από τη ελληνική φύση».

Τεχνικές / Σχήματα λόγου, εκφραστικά μέσα:  
  • Επανάληψη του θεμέλιου στίχου που επανέρχεται σαν επωδός, διαφοροποιημένος όμως για να δηλώσει τις τρεις φάσεις της εξελικτικής πορείας της γλώσσας
  • Εικόνες οπτικές, ηχητικές (π.χ. παρηχήσεις), οσφρητικές
  • οπτικές (θάλασσας και στεριάς – π.χ. ρεύματα πράσινα μες τα γαλάζια, ρόδια, κυδώνια, εικόνες ζωής, π.χ. θεοί μελαχρινοί.... κιούπια) 
  • ηχητικές (πιπίσματα, ψαλμωδίες, τσουγκρίσματα, σμπάρα, λόγια των Σειρήνων) 
  • ένα είδος ηχητικών εικόνων είναι οι παρηχήσεις (π.χ. παρήχηση του π και του ρο ή του π και του ταυ: σπάροι και πέρκες, ανεμόδαρτα ρήματα, πιπίσματα των σπίνων, σπάρτο και πιπερόριζα)
  • οσφρητικές (πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας, λιγαριά και σχίνο, σπάρτο και πιπερόριζα – αρωματικοί θάμνοι, θυμιατό και λιβάνισμα)
  • Συνειρμοί: Λέξεις/φράσεις που λειτουργούν συνειρμικά για να δημιουργήσουν εικόνες που αποκαλύπτουν τον πλούτο της γλώσσας και να συνδέσουν το ελληνικό τοπίο με τη ζωή, τις παραδόσεις και την ιστορία των Ελλήνων (π.χ. θείοι κι εξάδελφοι... κιούπια, αγάπες μυστικές με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων)
  • Υπερρεαλιστική χρήση των λέξεων (π.χ. ανεμόδαρτα ρήματα) που μεταφέρει υπερρεαλιστικά την έννοια της γλώσσας (ρήματα), της σφυρηλάτησής της (ανεμόδαρτα) και ταυτόχρονα αποδίδει ηχητικά (παρήχηση ρ και τ) το μέλος της γλώσσας και το νόημα των λέξεων
  • Επίθετα που ενισχύουν το ηχόχρωμα του λόγου και προσδίδουν τη λυρική υφή του ποιήματος (π.χ. ψαλμωδίες γλυκές)
  • Ασύνδετο σχήμα (λέξεις χωρισμένες με κόμμα) που ενισχύει την αίσθηση πως οι λέξεις λειτουργούν σαν πινελιές που ζωγραφίζουν με υπερεαλιστικά μέσα το ελληνικό τοπίο

Διονύσιου Σολωμού, Ύμνος εις την Ελευθερίαν (στροφές 88-96)

88

Πήγες εις το Μεσολόγγι

την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι,

και το τέκνο του Θεού.



89

Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας

η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,

και το δάκτυλο κινώντας

όπου ανεί τον ουρανό,



90

σ' αυτό, εφώναξε, το χώμα

στάσου ολόρθη, Ελευθεριά.

και φιλώντας σου το στόμα

μπαίνει μες' στην εκκλησιά.



91

Εις την τράπεζα σιμώνει,

και στο σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει

που σκορπάει το θυμιατό.



92

Αγροικάει την ψαλμωδία,

οπού εδίδαξεν αυτή.

Βλέπει την φωταγωγία

στους Αγίους εμπρός χυτή.



93

Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν

με πολλή ποδοβολή,

κι άρματ' άρματα ταράζουν;

Επετάχτηκες Εσύ.



94

Α! το φως που σε στολίζει,

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρόθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από τη γη.



95

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.

Φως το χέρι, φως το πόδι

κι όλα γύρω σου είναι φως.



96

Το σπαθί σου ανασηκώνεις,

τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

και εις το τέταρτο κτυπάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες