Διαγώνισμα λογοτεχνίας 2009 / 2

Λογοτέχνες: Καβάφης και Κάσδαγλης

ΛΥΚΕΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ – ΛΕΜΕΣΟΣ
ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


Τρίμηνο: Α΄   Ημερ.: 30/10/09                    Καθηγήτρια: Βαλεντίνα Σαλτέ
 
Να απαντήσετε σε όλες τις ερωτήσεις του γραπτού.

Κείμενο Α: Ν. Κάσδαγλη, Σοροκάδα (απόσπασμα)
Μόνο που πήρε σοροκάδα τ’απόγιομα. Το λιμάνι άδειασε μονομιάς [...] Μόνο ο Αμερικάνος απόμεινε, φουνταρισμένος αρόδο, όξω απ’το λιμάνι. Σας κατάλαβαν απ’το Λιμεναρχείο πως δεν το’χε σκοπό να κουνήσει, του μήνυσαν να φύγει, κι η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά.
Ο καπετάνιος κούνησε τους ώμους σαν του τα’πανε. Το δελτίο καιρού έδειχνε άνεμο εφτά οχτώ μποφόρ, κι οι κανονισμοί του προβλέπανε πως με τέτοιον καιρό έπρεπε να ’ναι φουνταρισμένος με τις δυο άγκυρες, με τόσα κλειδιά καδένα στην καθεμιά. Καλού κακού φουντάρισε δυο κλειδιά παραπάνω, κι επιτέλους αν αγρίευε ο καιρός είχε κι άλλη καδένα. Βάστηξε επιφυλακή το μισό τσούρμο, και τις μηχανές αναμμένες, για να ’χει ατμό.
Δε γινότανε καλύτερη φροντίδα, αλίμονο αν αλλάζαν αραξοβόλι τ’ αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη. Τι τους είχαν τους κανονισμούς!
Μόνο που φρεσκάρισε η σοροκάδα, με το σούρουπο. Δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα, το μπόντζι ξεκλείδωσε τη μια καδένα, και το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο ’να σίδερο. Από κει και πέρα, δεν το γλιτώνανε. Βάρεσε συναγερμός, το τσούρμο χίμηξε να μανουβράρει, πού να προφτάσει! Το πολεμικό ξέσυρε σα φρόκαλο το σίδερο, και κόλλησε πάνω στα βράχια του χαμηλού μόλου. Οι Αμερικάνοι πηδούσανε στη θάλασσα σαν τα μπακακάκια, κι οι ντόπιοι μαζευτήκανε στην ακρογιαλιά και τους μαζεύανε μισοπνιγμένους.
Την άλλη μέρα το πρωί η σοροκάδα έσπασε. Τ’αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά πάνω στα βράχια, κι ο κόσμος το χάζευε από μακριά – δεν τον αφήναν να σιμώσει. Έμοιαζε απείραχτο, να το πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει, έτσι πιστέψαν οι πολλοί. Οι θαλασσινοί κουνούσαν το κεφάλι, ξέραν πως το καράβι είχε πεθάνει πια...
Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να δοξάζει τους κανονισμούς. Ύστερα το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε πάνω στη δουλειά.

Ερωτήσεις Α:

1.     Να εξηγήσετε και να σχολιάσετε τη στάση του καπετάνιου απέναντι στην προτροπή του Λιμενάρχη, καθώς και το αποτέλεσμα αυτής του της συμπεριφοράς.                  (μονάδες 7)

2.     Να εντοπίσετε και να εξηγήσετε με συντομία δύο στοιχεία ειρωνείας στο απόσπασμα από τη «Σοροκάδα» που παρατίθεται πιο πάνω.                                                  (μονάδες 3)



Κείμενο Β : Κ. Καβάφη, Η πόλις
Είπες˙ «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή˙
κι είν’ η καρδιά μου – σαν νεκρός – θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Ερωτήσεις Β:
1.     Σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρίσκεται ο ήρωας του πιο πάνω ποιήματος και γιατί; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με τέσσερις λέξεις ή φράσεις από το πιο πάνω απόσπασμα.                                                                                                  (μονάδες 5)

2.     Να γράψετε τους στίχους όπου φαίνεται η προσωπική ευθύνη του ήρωα για αυτά που του συμβαίνουν.                                                                                                   (μονάδες 2)

3.     Τι συμβολίζει «η πόλις» στο ομώνυμο ποίημα του Καβάφη; Εξηγήστε.               (μονάδες 3)

Κείμενο Γ: Κ. Π. Καβάφη, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
            Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που  απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Ερωτήσεις Γ:
1.     Με ποιο τρόπο καλείται ο Αντώνιος να αντιμετωπίσει τη συμφορά στο πιο πάνω ποίημα;                                                                                                                           (μονάδες 6)

2.     Τι συμβολίζει ο θίασος που φεύγει;                                                                      (μονάδες 2)

3.     Να εντοπίσετε ένα χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη στο Απολείπειν ο θεός Αντώνιον, τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με στοιχεία από το ποίημα.      (μονάδες 2)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Αναγνώστες