Κ.Π. Καβάφη, Aλεξανδρινοί Βασιλείς


Γραμμένο το 1912, το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αλεξάνδρεια στο περιοδικό Νέα Ζωή. Ανήκει στον κύκλο των Αλεξανδρινών ποιημάτων του Καβάφη. Μπορεί να ενταχθεί στα «ιστοριογενή» ποιήματα του Καβάφη, στα οποία δηλώνεται άμεσα ή έμμεσα το ιστορικό υλικό πάνω στο οποίο στηρίζονται.
Το θεματικό περιεχόμενο στηρίζεται σ’ένα ιστορικό γεγονός που αφηγείται ο Πλούταρχος στον «Βίο του Αντωνίου». (Σκοπός του Πλούταρχου ήταν να δείξει πόσο ο Αντώνιος είχε διαβρωθεί από το πνεύμα της χλιδής της Ανατολής, που ήταν αταίριαστο για έναν Ρωμαίο στρατηγό.)
Το 34 π.Χ. ο Αντώνιος συγκέντρωσε στο Γυμνάσιο τον λαό της Αλεξάνδρειας και, αφού εγκατέστησε τον εαυτό του και την Κλεοπάτρα σε δύο χρυσούς θρόνους επάνω σε αργυρό βήμα και τα παιδιά τους σε ταπεινότερους, ονόμασε τον εαυτό του και την Κλεοπάτρα βασίλισσα Αιγύπτου, Κύπρου, Λιβύης και Κοίλης Ασίας και συμβασιλέα τον Καισαρίωνα, ο οποίος εθεωρείτο γιος του Καίσαρος, που είχε αφήσει την Κλεοπάτρα έγκυο. Ύστερα αναγόρευσε τους δικούς του γιους από την Κλεοπάτρα βασιλείς βασιλέων, δίνοντας στον Αλέξανδρο μεν την Αρμενία, τη Μηδία και τη χώρα των Πάρθων, όταν υποταχθεί, στον Πτολεμαίο δε τη Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία. Συγχρόνως παρουσίασε τα παιδιά του, τον Αλέξανδρο με στολή μηδική, που είχε τιάρα και στέμμα περσικό όρθιο και τον Πτολεμαίο στολισμένο με βασιλικά υποδήματα, χλαμύδα και βασιλικό καπέλο, με διάδημα.
Το γεγονός αυτό αναφέρεται και σε μια άλλη ιστορική πηγή, από τον αρχαίο συγγραφέα Δίωνα Κάσιο:
Ο Αντώνιος τούς τε Αλεξανδρέας ειστίασε, και την Κλεοπάτραν τούς τε παίδας αυτής εν εκκλησία παρεκαθίσατο, δημηγορήσας τέ τινα εκείνην τε βασιλίδα βασιλέων και τον Πτολεμαίον, ον Καισαρίωνα επωνόμαζον, βασιλέα βασιλέων καλείσθαι εκέλευσε.

Πρόκειται δηλαδή για την περιώνυμη τελετή των «δωρεών» που σκηνοθέτησαν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, ως κύκνειο άσμα επίδειξης της ισχύος τους (η οποία σύντομα θα χαθεί, ενώ ήδη τα σημάδια της παρακμής και της πτώσης είναι ορατά), για να μοιράσουν ονομαστικά στην ίδια την Κλεοπάτρα και στα παιδιά της όλες τις χώρες που κάποτε εξουσίαζε ο Μέγας Αλέξανδρος. «Η τελετή αυτή είχε μεγάλη πολιτική σημασία για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, γιατί απέβλεπε στην κατακύρωση των χωρών που είχε κυριεύσει ο Μέγας Αλέξανδρος στη βασίλισσα της Αιγύπτου και στα παιδιά της και στην ίδρυση μιας ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας».
Κατά τον χρόνο της τελετής ο Καισαρίων (Πτολεμαίος ΙΕ Καίσαρ) είναι δεκατεσσάρων (14) ετών, οι δίδυμοι Αλέξανδρος-Ήλιος και Κλεοπάτρα-Σελήνη επτά (7), ενώ ο Πτολεμαίος-Φιλάδελφος είναι μόλις δύο (2) ετών. Από τα τέσσερα παιδιά της Κλεοπάτρας μόνο ο Καισαρίων θεωρείται γιος του Καίσαρα. Οι υπόλοιποι τρεις είναι παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο. (Το ποίημα δεν αναφέρεται στην Κλεοπάτρα-Σελήνη, την οποία, σύμφωνα με την πηγή, την «είπαν» βασίλισσα της Κυρηναϊκής)
Οι περιοχές που μοιράστηκαν, από τον Ελλήσποντο έως τον Ινδό ποταμό, περιλαμβάνονταν στις κτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και ανήκαν κάποτε στους διαδόχους του. Την ιστορική περίοδο κατά την οποία διαδραματίζεται η συγκεκριμένη τελετή που περιγράφει ο Πλούταρχος, οι πλείστες από αυτές τις περιοχές αυτές ή δεν είχαν κατακτηθεί ακόμα από τον Αντώνιο (π.χ. η Παρθία) ή κυβερνιόνταν από υποτελείς βασιλιάδες ή υπασπιστές του Αντώνιου, σίγουρα πάντως δεν ανήκαν πλέον στα Ελληνιστικά βασίλεια και ούτε ελέγχονταν από τους Πτολεμαίους ή από τους Ρωμαίους. Η Αίγυπτος ήταν το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο, τελούσε υπό την κηδεμονία του Αντωνίου, βρισκόταν όμως σε πλήρη παρακμή. Αντίθετα, η Ρώμη ήταν ήδη κοσμοκράτειρα και μοίραζε αυθαίρετα τίτλους για περιοχές που προτίθετο να κατακτήσει. Τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ο Αντώνιος, συναυτοκράτορας του Οκτάβιου, θέλει να ιδρύσει μια Ελληνορωμαϊκή Ανατολική Αυτοκρατορία, γι’αυτό και μοιράζει τίτλους στον εαυτό του και στους απογόνους του, οι οποίοι όμως δεν έχουν κανένα πραγματικό αντίκρισμα. Το μήνυμα διαβιβάστηκε στον Οκτάβιο (ή Οκταβιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα «Αύγουστο») στη Ρώμη, ο οποίος θεώρησε το γεγονός ως επίδειξη αλαζονείας και πρόκληση. Η ενέργεια αυτή του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας επέφερε τη μοιραία αναμέτρηση με τον Οκτάβιο. Τρία χρόνια μετά την τελετή, ο στρατός του Αντώνιου θα νικηθεί από τον Οκτάβιο στη ναυμαχία στο Άκτιο, κι ένα χρόνο αργότερα, το 30π.Χ., ως μονοκράτορας πλέον της Ρώμης, θα εισέλθει νικητής στην Αλεξάνδρεια. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα θα αυτοκτονήσουν, ο Καισαρίωνας θα θανατωθεί με διαταγή του Οκταβιανού, γιατί, ως απόγονος του Ιουλίου Καίσαρα, μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία της Ρώμης. Ο Αλέξανδρος, η Κλεοπάτρα-Σελήνη και ο Πτολεμαίος θα συρθούν αιχμάλωτοι στη Ρώμη, για να λαμπρύνουν τον θρίαμβο του νικητή. Ακολούθως, θα παραδοθούν στην Οκταβία, πρώην σύζυγο του Αντώνιου (από το 40 έως το 32 π.Χ.) και αδελφή του Οκταβιανού, μια γυναίκα αμείλικτη και εκδικητική. Το τέλος των παιδιών του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας δεν θα αργήσει. Ο Αλέξανδρος και ο Πτολεμαίος θα δολοφονηθούν πολύ σύντομα με δηλητήριο, ενώ η Κλεοπάτρα-Σελήνη θα ζήσει μόνο μέχρι τα τριάντα της χρόνια.
Η γνώση της τραγικής μοίρας των παιδιών της Κλεοπάτρας φωτίζει τη λαμπρή τελετή της οποίας στάθηκαν οι αδαείς πρωταγωνιστές και προσδίδει σε πρόσωπα και γεγονότα έντονη τραγική ειρωνεία.
Πώς ο Καβάφης αξιοποιεί την ιστορική πηγή του ποιήματος;
Ο Καβάφης επιλέγει να μην παραθέσει αυτούσια την περικοπή (απόσπασμα) από τον Πλούταρχο, αλλά επιλέγει, επεξεργάζεται και μεταπλάθει ποιητικά μόνο τα σημεία που τον ενδιαφέρουν (αυτά που έτρεξαν να δουν οι Αλεξανδρινοί) και τα παρουσιάζει μάλιστα μέσα από το βλέμμα των Αλεξανδρινών, απέναντι στους οποίους και στέκεται κριτικά. Καμία αναφορά δεν γίνεται στους Ρωμαίους, που θεωρούνται κατακτητές, αλλά ούτε και στον Αντώνιο. Καμία αναφορά δεν γίνεται ούτε στον Ιούλιο Καίσαρα, αφού ο Καισαρίων αναφέρεται μόνο ως γιος της Κλεοπάτρας και ως απόγονος των Λαγιδών, τονίζοντας έτσι το ένδοξο και την ελληνικότητα της καταγωγής του. Στο προσκήνιο βρίσκονται οι Αλεξανδρινοί, ενώ ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στο παρασκήνιο, από όπου και σκηνοθετούν τη σκηνική δράση.
Από το ιστορικό υλικό ο Καβάφης φτιάχνει ένα πραγματικό δράμα, όπου το βάρος μετατοπίζεται από την ιστορική πράξη στην περιπέτεια και τα «πάθη» των ανθρώπων.

Ερμηνευτική προσέγγιση / στροφή
1η στροφή / στ. 1-7: Το ποίημα ξεκινά με μια «πεζή» έκθεση του ιστορικού γεγονότος, σε ρυθμό καθημερινής κουβέντας, χωρίς κανένα φραστικό στολίδι. Δηλώνονται απλώς: το γεγονός, ο λόγος της συνάθροισης, ο σκηνικός χώρος (Γυμνάσιο), οι ήρωες της «παράστασης» που θα δοθεί και οι ρόλοι του καθενός. Οι Αλεξανδρινοί δηλώνονται πρώτοι, ως θεατές-ήρωες και τοποθετούνται απέναντι από τους πρωτοεμφανιζόμενους «πρωταγωνιστές», τα παιδιά της Κλεοπάτρας, που θα στεφθούν βασιλείς. Οι Αλεξανδρινοί μαζεύονται όχι για το πολιτικό γεγονός της στέψης, αλλά «για να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά» που κάνουν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση.
Πρωταγωνιστές στο ποίημα δεν είναι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα (όπως στον Πλούταρχο), αλλά οι Αλεξανδρινοί και τα παιδιά, που τοποθετούνται από το ποιητικό υποκείμενο στο κέντρο της δράσης. Το δηλωτικό της ταυτότητάς τους είναι μόνο η καταγωγή τους: παιδιά της Κλεοπάτρας. Αθώα λόγω ηλικίας, δηλώνονται ως πρωταγωνιστές αλλά στην ουσία είναι οι τραγικοί κομπάρσοι μιας καλοστημένης παράστασης που στήθηκε από άλλους, για να υποδυθούν τον ρόλο που τους ανέθεσαν («τα βγάζαν» για πρώτη φορά, υποδηλώνει την πρόθεση αυτών που σκηνοθέτησαν το θέαμα να αποκομίσουν πολιτικό όφελος από την τελετή της στέψης). Η δική τους γνώμη και βούληση δεν έχει καμία σημασία. Εξάλλου, πουθενά δεν θα ακουστεί η δική τους φωνή. Βρίσκονται απλώς στη σκηνή «σαν βουβά πρόσωπα μιας τραγωδίας» ή ως ανδρείκελα μιας παρακμιακής εξουσίας. Στη ουσία, τα παιδιά, χαμένα πίσω από αυτή την κούφια μεγαλοπρέπεια, είναι τα θύματα της μητρικής φιλοδοξίας, έρμαια του ανούσιου παιχνιδιού που παίζεται σε βάρος τους, θύματα μιας πολιτικής σκηνοθεσίας που δεν επέλεξαν. Η μικρή τους ηλικία όχι μόνο δεν τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν τον ρόλο τους (εξάλλου πρώτη φορά τους βγάζουν σε δημόσια θέα), αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια της ατμόσφαιρας, καθώς και με τους βαριούς τίτλους που θα τους απονεμηθούν στη συνέχεια. Η πρώτη τους εμφάνιση «εκεί», μέσα στο Γυμνάσιο, στο χώρο των θεαμάτων και των συναθροίσεων, μπροστά στον λαό, είναι ουσιαστικά και συμβολικά η πρώτη τους εμφάνιση πάνω στη σκηνή της ζωής και της ιστορίας. Η τραγική ειρωνεία είναι έντονη. Η εμφάνιση αυτή ήταν θεατρική και τραγική. Τα παιδιά αγνοούν, ενώ ο αναγνώστης γνωρίζει το τραγικό τέλος που τους επιφυλάσσει η ιστορία, το οποίο υποβάλλεται προφητικά και συμβολικά.
Η καβαφική ειρωνεία στρέφεται εξαρχής τόσο προς τους Αλεξανδρινούς που ήρθαν για το θέαμα αδιαφορώντας για την πολιτική του σημασία, όσο και προς τους σκηνοθέτες του θεάματος – τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα – οι οποίοι απουσιάζουν από το πρώτο πλάνο, αλλά κινούν από τα παρασκήνια τα νήματα της δράσης.
Σκηνοθέτης στο ποιητικό δρώμενο είναι το ποιητικό υποκείμενο (ενώ στην πηγή από τον Πλούταρχο ο Αντώνιος).

2η στροφή / στ.8-19: Τελετή απονομής των τίτλων. Μια μεγαλοπρεπής αλλά ψεύτικη παράσταση. Μαζί με τους βαριούς τίτλους μοιράζονται χώρες και λαοί, που ουσιαστικά δεν βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία των Αλεξανδρινών. Οι αναγορευθέντες βασιλείς είναι ανήλικα και ανυποψίαστα παιδιά, ανώριμα και ανίσχυρα, θολά είδωλα μιας σκιώδους εξουσίας. Είναι ταυτόχρονα θεατρικοί, τραγικοί και κωμικοί. Η δυσαναλογία ανάμεσα στην ηλικία των «βασιλέων» από τη μια και από την άλλη τους τίτλους και τις κτήσεις, τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα λόγια («τον είπαν») και τα έργα, ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα, το φαίνεσθαι και το είναι. Τα παιδιά στο προσκήνιο φαίνονται σαν εξουσιαστές (βασιλείς), ενώ στην ουσία δεν έχουν καμία δύναμη. Το ρήμα (τον είπαν) επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, χωρίς υποκείμενο (ποιος έδινε τους τίτλους;), κι αυτό υποδηλώνει πως η ανακήρυξη είναι εικονική και όχι ουσιαστική, οι τίτλοι πομπώδεις, ογκώδεις και μακροσκελείς, αλλά κενοί περιεχομένου αφού ονομάζουν μια ανύπαρκτη εξουσία. Η αναγόρευση είναι στομφώδης και βαραίνει σαν τεράστιος όγκος το κάθε όνομα που ακούγεται, γελοιοποιώντας στην ουσία τους «βασιλείς». Η κωμικότητα της σκηνής είναι αναπόφευκτη. Απαιτείται, λοιπόν, περισσή θεατρικότητα, επιβλητικότητα και εξωτερικά στοιχεία αληθοφάνειας, τα οποία θα παρουσιαστούν θεατρικά αλλά και ειρωνικά. 
Η καβαφική ειρωνεία εστιάζεται περισσότερο στον Καισαρίωνα, στον οποίο και επικεντρώνεται η λεπτομερής περιγραφή μιας κούφιας μεγαλοπρέπειας. Εδώ, η αντίθεση θεάματος και πραγματικότητας, αληθοφάνειας και επίγνωσης της αλήθειας, περιέχει πιο έντονη τραγική ειρωνεία.
Η επιμονή του Καβάφη στην πολυτελή, μεγαλοπρεπή και ιδιαίτερα προσεγμένη ενδυματολογία του δεκατετράχρονου αγοριού (η ενδυμασία του θυμίζει κοστούμι θεάτρου) φωτίζει τη θεατρική διάσταση της τελετής. Η όλη αμφίεση του Καισαρίωνα εκπέμπει χάρη, ερωτισμό και θηλυπρέπεια παρά βαρύτητα εξουσίας. Η ανατολίζουσα χλιδή δεν συνάδει με τη σοβαρότητα που αρμόζει σ’ένα τέτοιο αξίωμα (βασιλέας των βασιλέων). Αποκαλύπτει, όμως, τον παρακμιακό χαρακτήρα της εποχής αυτής, που επικεντρώνεται στην αισθητική απόλαυση και τη φαινομενική, χωρίς ουσία μεγαλοπρέπεια. Η άφταστη πολυτέλεια του ιματισμού του Καισαρίωνα, το φορτίο του στολισμού του, δείγμα ανατολίτικης τρυφής και καθόδου ανδροπρεπές, καθώς και ο υπέρτατος τίτλος (σπάνιος στην ιστορία), βρίσκονται σε πλήρη δυσαρμονία με την πραγματικότητα. Ο Καισαρίων λάμπει με τη χάρη και την ομορφιά του, αλλά εξαφανίζεται κάτω από το φορτίο αυτού του στολισμού και του κούφιου τίτλου του. Το μάκρος της περιγραφής  που γίνεται με ιδιαίτερη αισθητική επιμέλεια από τον ποιητή ενισχύει το στοιχείο του θεατρινισμού, της γελοιοποίησης του τίτλου εξουσίας, με ειρωνικό και τραγικό αποκορύφωμα την ανακοίνωση του βαρύγδουπου τίτλου: «βασιλέας των βασιλέων».  Η επωνυμία αυτή παραπέμπει στον Χριστό και στα πάθη του. Υπαινίσσεται έτσι και προϊδεάζει τον αναγνώστη για τα μελλοντικά πάθη του Καισαρίωνα, προοικονομώντας το τραγικό του τέλος.
Η φιγούρα του Καισαρίωνα γίνεται ακόμη πιο τραγική στην 4η στροφή, όταν (στην παρένθεση μάλιστα) θα δοθεί η ένδοξη ελληνική του καταγωγή (αίμα των Λαγιδών), ενώ αποκρύβεται η ρωμαϊκή του καταγωγή που θα του έδινε δικαίωμα στην εξουσία ως υιού του Ιούλιου Καίσαρα. Με την ομορφιά του διασώζεται η ανάμνηση της ένδοξης γενιάς του και με την αναφορά μόνο στην καταγωγή της μητέρας του προοικονομείται το τραγικό του τέλος, αφού θα δολοφονηθεί για να μην πάρει ως γνήσιος Ρωμαίος και απόγονος του Καίσαρα τα ηνία της εξουσίας. Αθώος, θα γίνει το θύμα των αμαρτιών των γονιών του και θα τους ακολουθήσει στην καταστροφή, όπως γίνεται στις αρχαίες τραγωδίες.
3η στροφή / στ.20-21: Έντονη η ειρωνεία στους στίχους που αποτελούν τον κεντρικό άξονα του ποιήματος. Ο σκηνοθετικός φακός στρέφεται προς τους πραγματικούς συντελεστές της παράστασης, το πλήθος. Είναι οι πραγματικοί συντελεστές, αφού χωρίς θεατές δεν μπορεί να υπάρξει θέαμα. Είναι ταυτόχρονα θεατές και πρωταγωνιστές της σκηνής. Ως θεατές γνωρίζουν την αλήθεια, διαισθάνονται την ιστορική πραγματικότητα. Η απάτη των σκηνοθετών της τελετής αποκαλύπτεται, ενώ απομυθοποιείται η ψευδαίσθηση του θεάματος. Δεν χάνεται, όμως, η απόλαυση του θεάματος, γι’αυτό και συνεχίζουν να μετέχουν σ’αυτή τη στημένη θεατρική παράσταση. Οι θεατές γίνονται πρωταγωνιστές στη σκηνή, αφού παρουσιάζονται ως συνένοχοι των ηγετών τους στην εξαπάτηση.

4η στροφή / στ.22-34: Το αλλά εξηγεί – δεν δικαιώνει όμως – τη στάση των θεατών. Το αλεξανδρινό περιβάλλον (η μέρα, ο ουρανός, το Γυμνάσιο, η πολυτέλεια,) μαζί και η χάρις του Καισαρίωνα συμβάλλουν στο ωραίο θέαμα, κι αυτό μόνο ενδιαφέρει τους Αλεξανδρινούς. Το μωσαϊκό αυτό των εθνών (Έλληνες, Αιγύπτιοι, Εβραίοι), με ιεραρχικά πρώτους τους Έλληνες, δεν τρέφει καμιά αυταπάτη για τα γεγονότα. Ξέρει πως πρόκειται για «κούφια λόγια», για τίτλους κενούς περιεχομένου. Γοητεύεται, όμως, από το ωραίο θέαμα, αφήνεται στην νωχέλεια της Ανατολής (μέρα ζεστή και ποιητική) και αναλώνεται στην αισθητική απόλαυση. Εντελώς αδιάφοροι για τα πολιτικά δρώμενα, οι Αλεξανδρινοί γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τη σημασία και τις πολιτικές διαστάσεις της τελετής αυτής. Η πολιτική τους συνείδηση νοσεί, αφού απουσιάζει η αίσθηση της πολιτικής τους ευθύνης. Σε μια εποχή παρακμής, αισθάνονται τη ματαιότητα να αναμειχθούν ενεργά στα πολιτικά παιχνίδια της εξουσίας και ανέχονται παθητικά το ξεγέλασμα από τους κάθε λογής ηγετίσκους. Η ενεργητικότητά τους εξαντλείται στις επευφημίες, στις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα. Με θορυβώδεις εκδηλώσεις που τους βάζουν στο προσκήνιο της δράσης, υποδύονται θαυμάσια τον δικό τους ρόλο: θεατές-συνεργοί αυτής της παρωδίας στέψης. Το ποιητικό υποκείμενο με ειρωνικό ύφος κατακρίνει τη στάση τους.

Πώς ερμηνεύεται αυτή η συμπεριφορά του πλήθους:
Πρόκειται για μια πανσπερμία εθνών που συμπεριφέρεται με κυνική αδιαφορία και πολιτικό αμοραλισμό, ωσάν η πολιτική κρίση της εποχής τους να μην τους αφορά. Είναι ένας όχλος που παθιάζεται με το ωραίο θέαμα (καμία σχέση βέβαια με τον ρωμαϊκό όχλο που παθιάζεται με τις μονομαχίες και τις θηριομαχίες). Κοινό τους στοιχείο η αγάπη για το αισθητικά ωραίο. Πρόκειται για ένα κράμα από φυλές που μιλάνε τις εθνικές τους γλώσσες, αλλά τους ενώνει η ίδια αίσθηση των πραγμάτων: η γοητεία από το ωραίο θέαμα. Είναι οι εκφραστές μιας παρακμιακής εποχής που ανάγει την επιφανειακή ομορφιά σε ύψιστη αξία.
Η αντίθεση της εποχής αυτής με την κλασική αρχαιότητα είναι εμφανής. «Αντί για την πόλη, που ήταν ο φορέας της πολιτικής και της άλλης δραστηριότητας των ανθρώπων, τώρα παρατηρούνται τα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα με την πανσπερμία των φυλών. Αντί για πολίτες υπεύθυνοι που κρατούν στα χέρια τους την τύχη της πολιτείας, τώρα υπάρχουν μάζες ανθρώπων ποικίλων διασταυρώσεων. Το άτομο έχει πλέον εξαφανιστεί μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Τη θέση του υπεύθυνου και χρηστού πολίτη έχει πλέον πάρει η μάζα. Η χρηστότητα και η πολιτική υπευθυνότητα του πολίτη της ελληνικής πόλης-κράτους εκμηδενίστηκε από τις τεράστιες πολιτικές δυνάμεις που υπερβαίνουν το άτομο. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος για τον ατομισμό, τον ηδονισμό και τον πολιτικό αμοραλισμό.
Από την άλλη, αυτό που καθοδηγεί τον λαό δεν είναι μόνο ο ρηχός του πόθος για θέαμα. Στη συμπεριφορά του υπάρχει κάποια συγκατάβαση με όσα γίνονται από συμπόνια για την τύχη των τριών «βασιλέων». Λες και με τη στάση του προσπαθεί να τα ξεγελάσει, να μην συνειδητοποιήσουν την τραγική τους μοίρα, αφού γνωρίζει πως παρόμοια τύχη περιμένει και τους ίδιους μέσα σε αυτή την τραγική εποχή. Σε τι θα οφελούσαν οι θρήνοι και αποδοκιμασίες για όσα τους περιμένουν, αφού δεν μπορούν να αλλάξουν την ιστορία; Η σκηνή της «αλεξανδρινών βασιλέων» είναι η σκηνή της ιστορίας. Έχοντας επίγνωση της τραγικότητας της ιστορίας και των ανθρωπίνων, οι Αλεξανδρινοί αφήνονται παθητικά στο ωραίο θέαμα, με συναίσθηση πως η ζωή αξίζει μόνο σαν αισθητική απόλαυση.»
Ιστορικές αντιστοιχίες ανάμεσα στον πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο κατά τον ιστορικό και τον αφηγηματικό χρόνο του ποιήματος
Το ιστορικό γεγονός της αφήγησης τοποθετείται στην Αλεξάνδρεια το 34 π.Χ., όταν το Βασίλειο της Αιγύπτου βρισκόταν σε περίοδο γενικής παρακμής. «Ο αμοραλισμός που κυριαρχούσε ανάμεσα στα μέλη της βασιλικής οικογένειας είχε αναγάγει τις δολοπλοκίες και τις μηχανορραφίες σε μόνιμη καθημερινή κατάσταση, ενώ συχνά η δολοφονία έδινε τη λύση, όταν συγκρούονταν οι φιλοδοξίες. Τα θέματα του κράτους ρυθμίζονταν ερήμην του λαού, που δεν είχε πια καμία σχέση με τον πολίτη της πόλης – κράτους των κλασικών χρόνων. Η Κλεοπάτρα βρίσκεται τώρα κάτω από την πολιτική κηδεμονία του Μάρκου Αντώνιου, ενώ η απειλή της Ρώμης γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο φανερή. Η ζωή και ο πολιτισμός των Αλεξανδρινών, ύστερα από μια περίοδο άνθησης, έχουν πλέον εκφυλιστεί σε εκδηλώσεις παρακμιακές: λείπουν οι υψηλοί στόχοι και τα ιδανικά και ένα αίσθημα κόρου και ματαιότητας κυριαρχεί. Η αγάπη για το ωραίο έχει αφήσει τη θέση της σ’έναν υπερβολικά εκλεπτυσμένο αισθητισμό με ευδιάκριτες αισθησιακές προεκτάσεις.
Μέσα σ’αυτή τη γενική παρακμή οι Αλεξανδρινοί, πανσπερμία φυλών και γλωσσών, διατηρούν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν. Μόνο που ο σκεπτικισμός και η αίσθηση της ματαιότητας, που κυριαρχούν στη ζωή τους, τους έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση αδιαφορίας για την πολιτική και τα πολιτικά παιχνίδια των ισχυρών ή όσων νομίζουν πως είναι ισχυροί. Εξαντλούν έτσι την όποια ζωτικότητά τους απολαμβάνοντας το «ωραίο  θέαμα» που τους προσφέρεται, χωρίς να τους εμποδίζει σ’αυτό η συναίσθηση πως δεν είναι παρά ένα καλοστημένο θέατρο, όπου παίζουν κι οι ίδιοι τον ρόλο τους.» (βοηθητικό υλικό ΥΠΠ)
Τη εποχή που γράφεται το ποίημα (1912) εδραιώνεται στην Αίγυπτο η αγγλική κυριαρχία έναντι της Τουρκικής κηδεμονίας, μετά από πολύχρονες αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ από την μια των Οθωμανών και των Τουρκαλβανών ηγεμόνων που συνεργάζονταν με τον Σουλτάνο και από την άλλη των Ευρωπαίων, Άγγλων και Γάλλων κυρίως που επιθυμούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το Σουέζ και την Ερυθρά θάλασσα. Το 1914 η Αίγυπτος ανακηρύχτηκε επίσημα αγγλικό προτεκτοράτο, ενώ, μετά από εξεγέρσεις των Αιγυπτίων, η Βρετανία υποχρεώνεται να ανακηρύξει το 1922 την Αίγυπτο ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, διατηρώντας όμως τις δεκαετίες που ακολούθησαν οικονομικά και στρατιωτικά δικαιώματα στη χώρα. Την περίοδο που γράφεται το ποίημα, πλήθος Ευρωπαίων (μεταξύ των οποίων και δεκάδες χιλιάδες Έλληνες) ζουν στην Αίγυπτο και ασχολούνται με ανθηρές οικονομικές δραστηριότητες (σημαντική πηγή εισοδημάτων ήταν το εμπόριο του βαμβακιού). Όταν κατασκευάζεται από τους Ευρωπαίους η Διώρυγα του Σουέζ (τέλη 19ου αιώνα) οι Αιγύπτιοι καλούνται σε γιορτές και πανηγύρια (γι’αυτά τα έργα που τους υποδούλωναν στους ξένους και φυγάδευαν τον πλούτο της χώρας προς τη δύση, οδηγώντας τους σε περαιτέρω φτωχοποίηση). Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως και η Ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου παραγκωνίζεται από την αγγλική επιχειρηματική δραστηριότητα (τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα).
Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, πίσω από την απονομή των τίτλων στα παιδιά της Κλεοπάτρας διακρίνεται η απονομή τίτλων στα παιδιά του Γεωργίου Α (βασιλιά της Ελλάδας).

Συμβολικός χαρακτήρας του ποιήματος:
Κύριος άξονας του ποιήματος είναι το θέατρο (υποκρισία) και το θέαμα της πολιτικής. Με αφορμή το ιστορικό γεγονός, το ποίημα διακρίνεται για τον συμβολικό και διαχρονικό του χαρακτήρα και λειτουργεί κριτικά τόσο απέναντι στους υποκριτές πολιτικούς ηγέτες, όσο και απέναντι στις μάζες των ανεύθυνων πολιτών που ανέχονται την πολιτική υποκρισία των ηγετών τους. Η θεατρική σκηνοθεσία του ποιήματος ενισχύει την ειρωνεία του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στις σκηνοθετημένες πράξεις συγκάλυψης της αλήθειας εκ μέρους των ηγετών και παραπλάνησης ενός ανεύθυνου πλήθους. Σε αυτή τη σκηνή του πολιτικού θεάτρου, αποκαλύπτονται αφενός τα ψεύδη και οι συμβιβασμοί της πολιτικής, η υποκρισία και η απόκρυψη της αλήθειας από φιλόδοξους αλλά ουσιαστικά ανίσχυρους ψευτοβασιλείς και ηγετίσκους, οι οποίοι αποκρύπτουν πίσω από θεατρινισμούς, εντυπωσιακές αλλά κενού περιεχομένου τελετές και κούφια λόγια τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων και την πολιτική πραγματικότητα. Κι όπως το θέατρο χρειάζεται όχι μόνο πρωταγωνιστές επί σκηνής αλλά και θεατές που με τη στάση τους να ενθαρρύνουν την συνέχεια της παράστασης, έτσι και στο πολιτικό θέατρο, τα πλήθη συνδράμουν στη συντήρηση της πολιτικής υποκρισίας. Στο ποίημα φωτίζονται με κριτικό φακό τόσο η συμπεριφορά των πολιτικών πρωταγωνιστών όσο και η ψυχολογία και η συμπεριφορά του πλήθους, σε εποχές ηθικής κρίσης και παρακμής. Γιατί το πλήθος όχι απλώς συνεργεί με την απάθειά του σε αυτή την καλοστημένη παράσταση εντυπώσεων, αλλά επιπλέον επικροτεί το πολιτικό ψεύδος χωρίς να αντιλαμβάνεται εις βάθος την τραγικότητα των καιρών ούτε να συνειδητοποιεί τις συνέπειες αυτής του της στάσης. Συμπερασματικά, το ποίημα λειτουργεί συμβολικά και διαχρονικά και χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία για τον καιροσκοπισμό και τον πολιτικό αμοραλισμό των πολιτικών ηγετίσκων, για τα πολιτικά παιχνίδια που στήνονται εις βάρος αλλά και με την ανοχή των λαών σε κάθε εποχή.

Γνωρίσματα της Καβαφικής ποιητικής τέχνης που αναγνωρίζονται στο ποίημα: πεζολογικός χαρακτήρας, συμβολική χρήση ιστορικών προσώπων και γεγονότων, ειρωνεία, αισθησιασμός, θεατρικότητα, επαναλήψεις, ιδιότυπη καβαφική γλώσσα
Ποιητικό υποκείμενο: τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής
Καβαφική ειρωνεία:
·         περιγραφή των τίτλων που απονέμονται – χρήση της παύλας, ασύντακτο σχήμα, φράση «τον είπαν» και μάλιστα σε επανάληψη (στ. 8-10, 32-33)
·         απόδοση τίτλων κενών περιεχομένου: ονομασία των απέραντων εδαφικών εκτάσεων που δίνονται στους «βασιλείς» σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα
·         υπέρτατος τίτλος: βασιλέας των βασιλέων, τίτλος που δόθηκε ειρωνικά στον Χριστό από τους δημίους του
·         περιγραφή του Καισαρίωνα : η τρυφηλότητα και η χάρις με την οποία περιγράφεται δεν αρμόζουν στη σοβαρότητα των τίτλων που του απονέμονται και δη σε έναν Ρωμαίο ηγέτη
·         στοιχεία περιγραφής του σκηνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η τελετή
·         η αντίφαση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το φαίνεσθαι και φράσεις που δηλώνουν αυτή την αντίφαση: αυτόν, τον είπαν..., έτρεχαν πια στην εορτή
·         η δήλωση της επίγνωσης της αλήθειας από τους Αλεξανδρινούς (στ. 20-21)
·         επανάληψη του και: κ’οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν, κ’ ενθουσιάζονταν, κ’επευφημούσαν

Θεατρικότητα: Όλη η τελετή μοιάζει σαν θεατρική παράσταση. Όλοι οι συμμετέχοντες φαίνεται να παίζουν θέατρο. Οι άρχοντες εξαπατούν τον λαό και ο λαός υποκρίνεται πως δεν το αντιλαμβάνεται (στο ποίημα δηλώνεται πως οι Αλεξανδρινοί έχουν επίγνωση του υποκριτικού χαρακτήρα της τελετής). Το ποίημα αναπαριστά το θέαμα της τελετής με έντονη θεατρικότητα. (Θυμίζει κινηματογραφική απόδοση μιας θεατρικής παράστασης)
Σκηνικός χώρος (Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας), σκηνοθεσία (το ποιητικό υποκείμενο σκηνοθετεί την σκηνή που σκηνοθέτησαν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, τους οποίους αφήνει να κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο), σκηνογραφία (μέρα ζεστή, μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών), τελετή-θέαμα,  πρωταγωνιστές/ δρώντα πρόσωπα, κομπάρσοι (στρατιώτες σε λαμπρή παράταξη), θεατές (λαός της Αλεξάνδρειας θεατές και πρωταγωνιστές μαζί, όπως στο  θέατρο), ενδυμασία προσώπων και σκευή, δράση, (ακούγονται) χειροκροτήματα και επευφημίες, ήθος προσώπων (υποκρισία του πλήθους και των σκηνοθετών της τελετής:

Διαφαίνονται δύο επίπεδα επιφανειακής /θεατρικής δράσης: α) το πολιτικό θέατρο που παίζουν οι ισχυροί για να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλο και τους υπηκόους τους. β) το θέατρο που παίζουν οι Αλεξανδρινοί ως ανταπόκριση στους άρχοντες τους. Σύμφωνα με τον Καβάφη, πίσω από αυτές τις παραστάσεις είναι κρυμμένη η αλήθεια που την ξέρουν όλοι οι μετέχοντες, άρχοντες, αρχόμενοι κι αντίπαλοι.» E. Keeley

Ευχαριστίες στη Φιλόλογο Αγάθη Γεωργιάδου, για τις πολύ εύστοχες επισημάνσεις της για το ποίημα, τις οποίες και αξιοποίησα στην ανάλυσή μου.

Ερωτήσεις:
1.    Να εντοπίσετε στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και να γράψετε τις φράσεις με τις οποίες δηλώνεται η τρυφηλότητα του Καισαρίωνα.
2.    Να εντοπίσετε στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και να γράψετε τις φράσεις με τις οποίες διαφαίνεται η αθωότητα των παιδιών της Κλεοπάτρας για όσα επισυμβαίνουν.
3.    Να δώσετε τεκμηριωμένα τρεις χαρακτηρισμούς στο πλήθος των Αλεξανδρινών, με βάση τη συμπεριφορά τους στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς»
4.    «Το ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς θεωρείται ιστοριογενές και όχι ιστορικό ή ψευδοιστορικό». Να τεκμηριώσετε σε 40-50 λέξεις την θέση αυτή.
5.    Να εξηγήσετε την τραγική ειρωνεία στον ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με φράσεις από το ποίημα.
6.    Ποιος είναι ο σκηνικός χώρος σε κάθε ένα από τα δύο ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και «Περιμένοντας τους βαρβάρους;». Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με φράσεις από τα ποιήματα.
7.    Να εντοπίσετε στα ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και «Το 31π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» κοινά στοιχεία στη συμπεριφορά του πλήθους, τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με φράσεις από τα δύο ποιήματα.
8.    Πώς παρουσιάζεται η ελληνικότητα στα ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» και «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» και ποια αξιολογική σημασία της αποδίδεται; (να βρείτε σε κάθε ποίημα τα στοιχεία που δείχνουν την ελληνικότητα των προσώπων ή τους τρόπους με τους οποίους τα πρόσωπα ενδύονται την ελληνική ταυτότητα/ιδιότητα και να σχολιάσετε πώς τα πρόσωπα αξιολογούνται χάρη σε αυτήν)


Το 31 π.X. στην Aλεξάνδρεια
Aπ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη

έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»

στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,
κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.

Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,

ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά. 


Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.


Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής
Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του,
η αδελφή τού εγκρατώς και πράως ζήσαντος,
του λίαν εγγραμμάτου Aντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’ αυτόν.
Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος —ο κατοικών
συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,
κι από τον οίκον τον βασιλικόν
ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς—
το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,
και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.

«Του Aντιόχου του ευεργέτου βασιλέως
να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.
Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες