Λανίτειο Λύκειο
Διαγώνισμα στη Λογοτεχνία
Σύνολο μονάδων :
30
Ι. Γ.Φ. Πιερίδη, Ο πορτοκαλόκηπος, Γ. Ιωάννου, 13-12-43†
(α) […] κι ο Πετρής, που δεν τόνε
χωρούσε ο τόπος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο περβόλι.
Η ζωντανή παρουσία των
δέντρων του, η γνώριμη ανασεμιά τους κάτω απ’ την αστροφεγγιά, τόνε παράσυραν
όπως πάντα μέσα στη δικιά τους τροχιά.
Ήταν η γλυκύτατη ώρα, που
προμηνάει τη χαραυγή. Ο γρύλος κεντούσε το κέντημα της τρίλλιας του πάνω στο
πέπλο της σιωπής. Μια κότα φτεράκιασε μέσ’στο κοτέτσι. Από πέρα ακούστηκε
μουκάνισμα βοδιού. Ύστερα ο ορίζοντας πήρε να ριδίζει κι ο Πετρής πρόσεξε πως ο
καιρός ήταν ξερός και ήσυχος. «Καιρός για θειάφισμα», σκέφτηκε· κι ο δουλευτής
που ξύπνησε μέσα του, συνδέοντας αυθόρμητα τη σκέψη με την πράξη, πήγε στην
παράγκα όπου είχε συγυρισμένα τα σύνεργά του, πήρε το θειαφιστήρι κι αρχίνησε
δουλειά.
Το θειαφιστήρι γέμισε τη
σιωπή της ορθρινής ώρας μ’ ένα παράξενο ήχο, που έμοιαζε σαν επίμονο και ρυθμικό αγκομαχητό ζωντανού κι
ήταν σα να καλούσε τον ήλιο καθώς δυνάμωνε κι απλωνόταν το φως της αυγής για να
δώσει στο καθετί ένα εξαίσιο νόημα.
(β) […] Τότε που
πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν
θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε
λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο
καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν
γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε
μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν
υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι
χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο
χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε
όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα
μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν
προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά
τους μια τέτοια ώρα.
Μονάχα
όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια
μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι
ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος.
Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντα μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα
ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να
ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει
μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες
εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν
πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν’ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο
έτσι παρακαλούσε, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή
και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και
πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά.
Σ’αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα ‘νιωσε κι αυτός εκείνη την
ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ
απ’ τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με
καίει.
Πάνω
στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω,
στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43.
Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα
να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;
Κι
έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα
να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του
ξέρω και όχι το σκοπό:
Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,
φτιάχτε και μένα 'να καλό,
καλύτερο από τ' άλλα... […]
Ερώτηση 1α:
Ποια είναι η σχέση της φύσης με τα
δρώμενα, σε κάθε ένα από τα δύο αποσπάσματα;
(μονάδες 8)
Ερώτηση 1β:
Να εντοπίσετε το ποιητικό
δάνειο στο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου και να σχολιάσετε τη σημασία του. (μονάδες
4)
ΙΙ. Γ.Φ.Πιερίδη, Ο πορτοκαλόκηπος, Τ. Σινόπουλου, Ο
καιόμενος,
Π. Μηχανικού, Ονήσιλος
(α) […] Ωστόσο, τον τελευταίο
καιρό ένας καινούριος άνεμος πήρε να φυσάει, που ξεσήκωσε τα φρένα των ανθρώπων. Σαν
ένα μήνυμα διάχυτο και συγκλονιστικό, από τα βάθη των καιρών, να λέει πως
έφτασεν η ώρα, και τους καλούς νησιώτες δεν τους χωρούσαν πια τα πλαίσια της
καθημερινότητας. Στα καφενεία, στην αγορά, στα σπίτια, στους τόπους της
δουλειάς, στα σχολεία, ένα κύμα συναγερμού, προσδοκίας, διεκδίκησης ύψωσε τις
ψυχές απάνω από τη λογική των συμβιβασμών και της ρουτίνας. Οι νέοι ζώστηκαν
την πανοπλία του ενθουσιασμού τους κι αποζητούσαν ευκαιρίες αυτοθυσίας.
Πήγαιναν, έρχονταν, συνάγονταν παράμερα και σιγοκουβέντιαζαν, κι άξαφνα πήδαγαν
στα ποδήλατα και τραβούσαν για την πόλη. Μαζί τους κι ο Αρτέμης. […]
(β) Κοιτάχτε,
μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε
το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε: Και τώρα καίγεται. Μα
δε φωνάζει βοήθεια.
Διαστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον
αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος
να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που
αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον
πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και
δύσκολη. φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις,
μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος.
Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε
το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε
περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι
άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δύο.
(γ) Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος
βγαλμένος
απ’ την ιστορία και το θρύλο
ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης
βασιλιάς αυτός
κρατούσε
στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:
ένα
καύκαλο
―το δικό
του κρανίο―
γεμάτο μέλισσες.
Δέκα
χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος
να μας
κεντρίσουν
να μας
ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.
Δέκα
χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος
κι όλες
ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα
χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν
το ποδοβολητό των βαρβάρων
έφτασε
στη Σαλαμίνα
φρύαξε ο
Ονήσιλος.
Άλλο δεν
άντεξε.
Άρπαξε το
καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο
κεφάλι μου.
Κ’ έγυρα
νεκρός.
Άδοξος,
άθλιος,
καταραμένος
απ’ τον Ονήσιλο.
Ερώτηση 2:
Να παρουσιάσετε τη συμπεριφορά του
πλήθους των ανθρώπων, όπως καταγράφεται σε κάθε ένα από τα πιο πάνω κείμενα,
και να την σχολιάσετε σε σχέση με το ιστορικό / πολιτικό πλαίσιο της κάθε
εποχής.
(μονάδες 12)
ΙΙΙ. Μ. Χάκκα,
Το ψαράκι της γυάλας, Μ. Αναγνωστάκη, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
(α) Ο
άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου
κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα
Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για
μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο
κόσμος.
Μέσα
στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα
σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε
τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία
αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το
σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως
ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν
αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και
ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις
του.
Σ'
όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης
των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά
έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα
εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και
μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις
που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος
απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του
αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας
είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που
κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της
παραλλαγής.
(β) Στην οδό
Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά —
Τώρα υψώνεται το μέγαρο
της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και
πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν
μπορούνε πια να παίζουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που
περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά
μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν
ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται,
γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί,
σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του
πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν
δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως
κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των
παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό
δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ
συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται—
Τουριστικά γραφεία και
πρακτορεία μεταναστεύσεως
—εμείς μεταναστεύουμε,
εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
Όπου και να ταξιδέψω η
Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία
νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις
ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Ερώτηση 3:
Να αναφέρετε δύο κοινά
χαρακτηριστικά στοιχεία του ύφους των δύο κειμένων τεκμηριώνοντας σε κάθε
περίπτωση την απάντησή σας με δύο σύντομες φράσεις από το κάθε κείμενο.
(μονάδες 6)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου